ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ & ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Α. Ο τομέας Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (ΔΕΥ)
-
Οι Συνθήκες του Μάαστριχτ, του Άμστερνταμ, της Νίκαιας και της Λισαβόνας
Ο τομέας Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων (ΔΕΥ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) εδραιώνει τη συνεργασία των 28 Κρατών Μελών (Κ-Μ) της ΕΕ στα θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικής ασφάλειας.
Η Συνθήκη του Μάαστριxτ ή η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου 1993, αναφέρεται στην δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Η εν λόγω Συνθήκη οδήγησε στη δημιουργία της διάρθρωσης των «τριών πυλώνων» της ΕΕ. Τα θέματα της δικαιοσύνης και εσωτερικής ασφάλειας περιλήφθηκαν στον τρίτο πυλώνα, υπό τον τίτλο VI της ΣΕΕ, και περιλαμβάνουν τη συνεργασία των αστυνομικών αρχών, τελωνειακών αρχών, υπηρεσιών μετανάστευσης και δικαστικών αρχών των Κ-Μ.
Η δημιουργία ενός ενιαίου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης αποτέλεσε έναν από τους σκοπούς της ΕΕ στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, που τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 1999. Όσον αφορά στη δικαστική συνεργασία, ο σκοπός είναι να διασφαλιστεί ότι τα διασυνοριακά εγκλήματα θα αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά και τα ατομικά δικαιώματα θα είναι εγγυημένα ισότιμα, ανεξάρτητα από τη νομοθεσία του Κ-Μ που διαπράττεται το σχετικό έγκλημα και για όλους, είτε πρόκειται για υπόπτους, κατηγορουμένους ή θύματα.
Η Συνθ. του Άμστερνταμ προβλέπει νέα νομικά εργαλεία, που δεσμεύουν τα Κ-Μ και δύναται να τα ενσωματώσουν, χωρίς να χρειάζονται κύρωση. Οι αλλαγές στο νομικό πλαίσιο βοήθησαν σημαντικά στην βελτίωση της αποτελεσματικότητας της ΕΕ σε αυτό τον τομέα.
Τον Οκτώβριο 1999, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πραγματοποίησε ειδική συνάντηση στο Τάμπερε (Φινλανδία), όπου για πρώτη φορά ασχολήθηκε αποκλειστικά με τα θέματα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων. Εκεί, τα Κ-Μ επαναβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους για την ανάπτυξη ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης ως κορυφαίο θέμα της πολιτικής τους ατζέντας.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Τάμπερε ανέδειξε την αμοιβαία αναγνώριση ως ακρογωνιαίο λίθο της δικαστικής συνεργασίας σε αστικά και ποινικά θέματα. Η λειτουργία της ΕΕ στον χώρο της δικαιοσύνης θα μπορούσε να υπονομευθεί από τα διαφορετικά εθνικά νομικά συστήματα. Η προσέγγιση των νομοθεσιών είναι απαραίτητη για να αποφευχθεί το φαινόμενο των εγκληματιών, που θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν τα διαφορετικά νομικά συστήματα και να διαπράττουν αδικήματα από το ένα Κ-Μ στο άλλο και να δοθεί στους πολίτες της ΕΕ το αίσθημα ασφάλειας της δικαιοσύνης και να διευκολυνθεί η αμοιβαία αναγνώριση.
Επιπλέον, υιοθετήθηκαν νομικά κείμενα και διαπραγματεύθηκαν κοινοί ορισμοί με σκοπό την εναρμόνιση των ποινών σχετικά με: την παράνομη διακίνηση ανθρώπων, την παράνομη μετανάστευση, τη σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων και την παιδική πορνογραφία, την τρομοκρατία, τη διαφθορά, το ξέπλυμα χρήματος, το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, το περιβαλλοντικό έγκλημα, τον ρατσισμός και την ξενοφοβία.
Η Συνθήκη της Νίκαιας υπεγράφη στις 26 Φεβρουαρίου 2001 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Φεβρουαρίου 2003. Η Συνθήκη της Νίκαιας προέβλεπε νέους κανόνες για στενότερη συνεργασία, καθώς οι κανόνες που είχαν θεσπιστεί από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ είχαν κριθεί δυσεφάρμοστοι και, για τον λόγο αυτό, δεν είχαν ακόμη χρησιμοποιηθεί. Η Συνθήκη της Νίκαιας τροποποιούσε τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Συνθήκες περί ιδρύσεως των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ορισμένες συναφείς Πράξεις. Σκοπός της Συνθήκης της Νίκαιας ήταν η μεταρρύθμιση της θεσμικής δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της νέας διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο αριθμός των μελών της οποίας είχε ήδη φτάσει στα 28. Με τη Συνθήκη της Νίκαιας, αυξήθηκαν οι νομοθετικές και ελεγκτικές αρμοδιότητες του Κοινοβουλίου και επεκτάθηκε σε περισσότερους τομείς το σύστημα ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία στους κόλπους του Συμβουλίου.Συνθήκη της Λισαβόναςα) ΓενικάΗ Συνθήκη της Λισαβόνας τέθηκε σε ισχύ την 1η Δεκεμβρίου 2009. Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η ΕΕ αποκτά σύγχρονους θεσμούς και βελτιωμένες μεθόδους εργασίας που θα της επιτρέψουν να ανταποκριθεί με αποτελεσματικότητα στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο σημερινός κόσμος. Σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο περιβάλλον, οι Ευρωπαίοι προσβλέπουν στην ΕΕ για την αντιμετώπιση διαφόρων θεμάτων όπως η παγκοσμιοποίηση, οι κλιματικές και δημογραφικές αλλαγές, η ασφάλεια και η ενέργεια. Η Συνθήκη της Λισαβόνας ενισχύει τη δημοκρατική νομιμότητα της ΕΕ και την ικανότητά της να προασπίζεται τα συμφέροντα των πολιτών της σε καθημερινή βάση.
Στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας η ΣυνθΛΕΕ προωθεί:
Μία Ευρώπη των δικαιωμάτων και των αξιών, της ελευθερίας, της αλληλεγγύης και της ασφάλειας: προώθηση των αξιών της Ένωσης, ενσωμάτωση του Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων στο ευρωπαϊκό πρωτογενές δίκαιο, δημιουργία νέων μηχανισμών αλληλεγγύης και διασφάλιση καλύτερης προστασίας για τους Ευρωπαίους πολίτες.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας καθορίζει λεπτομερώς και στηρίζει τις αξίες και τους στόχους της Ένωσης, που χρησιμεύουν ως σημείο αναφοράς για τους Ευρωπαίους πολίτες και καταδεικνύουν τι έχει να προσφέρει η Ευρώπη στους εταίρους της παγκοσμίως.Με τη Συνθήκη της Λισαβόνας διατηρούνται ήδη τα κεκτημένα δικαιώματα και παράλληλα καθιερώνονται ορισμένα νέα. Ειδικότερα, η Συνθήκη εγγυάται τις ελευθερίες και τις αρχές που καθορίζονται στο Χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων και καθιστά νομικά δεσμευτικές τις διατάξεις του εν λόγω Χάρτη σχετικά με τα αστικά, τα πολιτικά, τα οικονομικά και τα κοινωνικά δικαιώματα.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας διατηρεί και ενισχύει τις «τέσσερις ελευθερίες» καθώς και την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ελευθερία των Ευρωπαίων πολιτών.
Βάσει της Συνθήκης της Λισαβόνας, η Ένωση και τα κράτη μέλη της ενεργούν από κοινού με πνεύμα αλληλεγγύης εάν ένα κράτος μέλος δεχθεί τρομοκρατική επίθεση ή πληγεί από φυσική ή ανθρωπογενή καταστροφή. Δίδεται επίσης έμφαση στην αλληλεγγύη στον τομέα της ενέργειας.
Η Ένωση αποκτά διευρυμένη αρμοδιότητα να ενεργεί στους τομείς της ελευθερίας, της ασφάλειας και της δικαιοσύνης, γεγονός που αυξάνει άμεσα την ικανότητά της για καταπολέμηση του εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Οι νέες διατάξεις για την πολιτική προστασία, την ανθρωπιστική βοήθεια και τη δημόσια υγεία έχουν στόχο να ενισχύσουν την ικανότητα της Ένωσης να αντιδρά όταν απειλείται η ασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών.
β) Ο ρόλος των θεσμών της ΕΕ στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας μετά τη Συνθήκη της ΛισαβόναςΠριν από τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι αποφάσεις για σημαντικά θέματα στον εν λόγω τομέα απαιτούσαν ομοφωνία από το Συμβούλιο, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο είχαν περιορισμένο μόνο ρόλο.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας συμβάλλει στην ενίσχυση της δημοκρατίας και της διαφάνειας, δεδομένου ότι θεσπίζεται μια σειρά ενιαίων νομοθετικών πράξεων που ενισχύουν τον ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως συννομοθέτη (διαδικασία συναπόφασης) και επεκτείνουν την αρχή της ειδικής πλειοψηφίας στο Συμβούλιο.
Η δράση της ΕΕ διευκολύνεται επίσης με την κατάργηση των ξεχωριστών τομέων πολιτικής- γνωστών ως πυλώνων- οι οποίοι αποτελούν βασικά στοιχεία της σημερινής θεσμικής δομής όσον αφορά την αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις.
Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα ανάληψης νομοθετικών πρωτοβουλιών, με βάση πρωτοβουλίες των κρατών μελών (τουλάχιστον ενός τετάρτου των κρατών μελών), στον τομέα της επιχειρησιακής αστυνομικής συνεργασίας, ποινικής δικαιοσύνης και διοικητικής συνεργασίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίζει να διαδραματίζει τον ρόλο της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών και, από κοινού με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, θα διασφαλίζει την ορθή εφαρμογή των αποφάσεων.
Τα εθνικά κοινοβούλια αναλαμβάνουν επίσης έναν πιο ενεργό ρόλο όσον αφορά την εξέταση και διατύπωση γνώμης σε θέματα δικαιοσύνης, ελευθερίας και ασφάλειας.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας εγγυάται τις ελευθερίες και τα δικαιώματα που καθορίζονται στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καθιστά νομικά δεσμευτικές τις διατάξεις του εν λόγω Xάρτη. Το Δικαστήριο αποκτά επίσης ενισχυμένες αρμοδιότητες όσον αφορά τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής του Χάρτη.
Όλα αυτά τα μέτρα συμβάλλουν στη δημιουργία μιας πιο ολοκληρωμένης, νόμιμης, αποτελεσματικής, διαφανούς και δημοκρατικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων στον κοινό χώρο δικαιοσύνης, ελευθερίας και ασφάλειας, εξαλείφοντας τους παράγοντες που παρεμποδίζουν συνεχώς την έγκριση των προτάσεων εξαιτίας του κανόνα της ομοφωνίας.
γ) Το νέο σύστημα ψήφων στο Συμβούλιο των ΥπουργώνΤο σύστημα ψηφοφορίας που καθιερώνεται στο Συμβούλιο Υπουργών είναι το σύστημα «ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία». Το σύστημα αυτό βασίζεται στην αρχή της διττής πλειοψηφίας. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται στο Συμβούλιο Υπουργών απαιτούν τη στήριξη του 55% των κρατών μελών (δηλ. αυτή τη στιγμή 15 κρατών επί συνόλου 27). Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στο 65% τουλάχιστον του πληθυσμού της ΕΕ. Για να μη μπορεί ένας πολύ μικρός αριθμός πολυπληθέστερων κρατών μελών να παρεμποδίζει τη λήψη των αποφάσεων, η λεγόμενη «μειοψηφία αρνησικυρίας» (μειοψηφία του βέτο) θα πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον 4 κράτη μέλη, διαφορετικά θα θεωρείται ότι επιτυγχάνεται ειδική πλειοψηφία ακόμα και αν δεν ικανοποιείται το κριτήριο του πληθυσμού.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε να αρχίσει να ισχύει το νέο σύστημα από το 2014. Κατά τα πρώτα τρία χρόνια, δηλαδή μέχρι το 2017, ένα κράτος μέλος θα μπορεί να ζητά την έγκριση μιας πράξης με το σύστημα ειδικής πλειοψηφίας που προβλέπουν οι διατάξεις της Συνθήκης της Νίκαιας.
δ) Αποφάσεις με Ειδική πλειοψηφίαΜε τη Συνθήκη της Λισαβόνας επεκτείνεται το σύστημα λήψης αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία και σε νέους τομείς πολιτικής. Είναι απόλυτα αναγκαίο για την ΕΕ να ακολουθεί μια πιο ορθολογική και αποτελεσματική προσέγγιση για τη λήψη αποφάσεων σε θέματα όπως η καταπολέμηση της αλλαγής του κλίματος, η εξασφάλιση ενεργειακής επάρκειας και η επείγουσα ανθρωπιστική βοήθεια στα καυτά σημεία του πλανήτη. Άλλες αλλαγές που προβλέπει η Συνθήκη αφορούν θέματα όπως οι πρωτοβουλίες των πολιτών, η διπλωματική και προξενική προστασία και διάφορα διαδικαστικά θέματα. Ομοφωνία εξακολουθεί να απαιτείται σε τομείς όπως η φορολογία, η εξωτερική πολιτική, η άμυνα και η κοινωνική ασφάλιση.
Στον τομέα της δικαιοσύνης, ελευθερίας και ασφάλειας, η Συνθήκη της Λισαβόνας διευκολύνει τη δράση σε ευρωπαϊκό επίπεδο χάρη στην εφαρμογή, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, της λεγόμενης «κοινοτικής μεθόδου» που συνιστάται στη λήψη αποφάσεων με ειδική πλειοψηφία μετά από πρόταση της Επιτροπής. Ενισχύει επίσης το ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου καθώς και τον δημοκρατικό έλεγχο από πλευράς εθνικών κοινοβουλίων και παράλληλα αναθέτει ελεγκτικό ρόλο στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
-
Συνεργασία μεταξύ των δικαστικών αρχών
Συνεργασία μεταξύ των δικαστικών αρχών
Καθώς οι πολίτες της ΕΕ ταξιδεύουν σε έναν ενιαίο χώρο χωρίς σύνορα, είναι σημαντικό να έχουν πρόσβαση στην δικαιοσύνη ή να μην αποφεύγουν τη δικαιοσύνη. Η συνεργασία μεταξύ των εθνικών δικαστικών συστημάτων έχει εντατικοποιηθεί, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι οι δικαστικές αποφάσεις που λαμβάνονται σε ένα Κ-Μ αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται σε ένα άλλο. Αυτές οι αρχές είναι ιδιαιτέρως σημαντικές στις αστικές δικαστικές διαδικασίες σχετικά με διαζύγια, επιμέλεια παιδιών κ.ά. H EE δημιούργησε το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (ΕΔΔ) για να βελτιώσει τη δικαστική συνεργασία μεταξύ των Κ-Μ σε θέματα καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος, όπως η διαφθορά, η διακίνηση ναρκωτικών και η τρομοκρατία. Το Ευρωπαϊκό Ένταλμα Σύλληψης αντικατέστησε τις διαδικασίες έκδοσης ώστε ύποπτοι ή καταδικασμένοι εγκληματίες που έχουν διαφύγει στο εξωτερικό μπορούν να εκδοθούν και να επιστρέψουν εκεί όπου ήταν ή και να δικαστούν.
Η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, όπως και μέσω της μονάδας Eurojust και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αμοιβαία δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, την αμοιβαία αναγνώριση δικαστικών αποφάσεων, την προσέγγιση των ποινικών νομοθεσιών των κρατών μελών συμπεριλαμβανομένων και των ποινών στους τομείς του οργανωμένου εγκλήματος, της τρομοκρατίας και της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών και ανθρώπων. Η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, μέχρι σήμερα, υλοποιείται με την υιοθέτηση α) κοινών θέσεων, που καθορίζουν την προσέγγιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα συγκεκριμένο θέμα, β) οδηγιών, που καθορίζουν την προσέγγιση των νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων των κρατών μελών, γ) αποφάσεων και δ) συμβάσεων. Οι οδηγίες δεσμεύουν τα κράτη μέλη ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ανάλογα με τον απαιτούμενο βαθμό εναρμόνισης, με βάση τον οποίο προβαίνουν εν συνεχεία στη μεταφορά του περιεχομένου τους στην εθνική έννομη τάξη τους. Οι αποφάσεις, ως νομικές πράξεις, δεν παράγουν άμεσο αποτέλεσμα και συμπληρώνονται από μέσα εφαρμογής. Οι συμβάσεις αποτελούν κλασική πράξη διεθνούς δικαίου, και μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ άρχισαν να ισχύουν εφόσον κυρώνονται από τουλάχιστον τα μισά Κ-Μ, εκτός αν προβλεπόταν διαφορετικά σε αυτές. Μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπεται ότι η δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις δεν θα υλοποιείται πλέον με την υιοθέτηση αποφάσεων-πλαίσιο (μορφή νομικών πράξεων που ίσχυαν με τις προηγούμενες Συνθήκες και είχαν εκδοθεί προτού τεθεί σε ισχύ η Συνθήκη της Λισαβόνας), όσες ωστόσο εξ αυτών ρυθμίζουν τομείς ποινικών υποθέσεων που δεν έχουν ακόμη υποστεί τροποποίηση με άλλου είδους ισχύουσας νομικής πράξης (οδηγία) εξακολουθούν να ισχύουν, ενώ πλέον η λήψη των αποφάσεων στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, υποβάλλεται στη «συνήθη νομοθετική διαδικασία» (πρόταση Επιτροπής, ειδική πλειοψηφία και συναπόφαση με Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο). Σε ορισμένες περιπτώσεις (π.χ. δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, αστυνομική συνεργασία), ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει να υποβληθεί το θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο προκειμένου να αποφασιστεί συναίνεση. Αν δεν επιτευχθεί συναίνεση, τότε 9 τουλάχιστον Κ-Μ μπορούν αν το επιθυμούν, να καθιερώσουν ενισχυμένη συνεργασία στον τομέα αυτό και να προβούν σε υιοθέτηση δεσμευτικού μεταξύ τους νομοθετικού κειμένου. Επίσης προβλέπεται η σύσταση Ευρωπαϊκή Εισαγγελίας, της οποίας οι αρμοδιότητες μπορούν να επεκταθούν στον τομέα της καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος με διασυνοριακή διάσταση με ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
-
Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο (ΕΔΔ) σε ποινικές υποθέσεις
Το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο (ΕΔΔ) για ποινικές υποθέσεις δημιουργήθηκε για να διευκολύνει την δικαστική συνδρομή στο πλαίσιο της καταπολέμησης της διακρατικής εγκληματικότητας, το 1998. Το δικαστικό δίκτυο αποτελείται από σημεία επαφής στη διάθεση των τοπικών δικαστικών αρχών και των δικαστικών αρχών των άλλων Κ-Μ και τους επιτρέπει να έρχονται σε άμεση επαφή μεταξύ τους. Το δίκτυο προωθεί τη δικαστική συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων τοπικών αρχών, ανάμεσα σε άλλα, παρέχοντας τους:
Τη δυνατότητα να εδραιώσουν τις κατάλληλες απευθείας επικοινωνίες
Τη παροχή τους με νομικές και πρακτικές πληροφορίες και
Τη βοήθεια για την επίλυση δυσκολιών που ανακύπτουν από την εφαρμογή του αιτήματος για συνδρομή.
Τα σημεία επαφής δρουν ως ενεργοί μεσάζοντες, αλλά δεν αποτελούν ένα νέο θεσμό δικαστικής συνεργασίας. Το έργο τους βασίζεται στην ανταλλαγή πληροφοριών και άτυπης επικοινωνίας. Το ΕΔΔ εδρεύει στην Χάγη, στην έδρα της Eurojust.
(βλ. περισσότερα για το ΕΔΔ στην ιστοσελίδα)
Η δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις αφορά τα μέτρα που είναι αναγκαία για την ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, α) τη βελτίωση και απλούστευση του συστήματος διασυνοριακής επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών και εξωδίκων πράξεων, της συνεργασίας κατά την αποδεικτική διαδικασία, της αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, β) την προώθηση της συμβατότητας των κανόνων που εφαρμόζονται στα κράτη μέλη, όσον αφορά τη σύγκρουση νόμων και δικαιοδοσίας και γ) την εξάλειψη των εμποδίων για την ομαλή διεξαγωγή αστικών δικών (βλ. και άρθρο 81 Συνθ ΛΕΕ).
Τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί μέχρι σήμερα περιλαμβάνουν συνεργασία στο θέμα της διεθνούς δικαιοδοσίας, αναγνώρισης και εκτέλεσης αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, διατάξεις για την πτώχευση, δημιουργία ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου σε αστικές υποθέσεις, διατάξεις για τη διεξαγωγή αποδείξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και κανόνες σχετικά με το ευεργέτημα πενίας σε διασυνοριακές υποθέσεις. Η συνεργασία στον τομέα αυτόν επιτυγχάνεται με τη μορφή υιοθέτησης κανονισμών (έχουν γενική ισχύ, είναι δεσμευτικοί ως προς όλα τα μέρη τους και ισχύουν άμεσα σε κάθε κράτος μέλος), οδηγιών (δεσμεύουν κάθε κράτος μέλος όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών), αποφάσεων (είναι δεσμευτικές ως προς όλα τα μέρη τους για τους αποδέκτες που ορίζουν).
Το Μάϊο του 2001 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υιοθέτησε απόφαση εγκαθίδρυσης ενός Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου σε αστικές υποθέσεις, η οποία τροποποιήθηκε με την απόφαση 568/2009/ΕΚ, και το οποίο βασίζεται στο δίκτυο για ποινικές υποθέσεις. Το δίκτυο αποτελείται από έναν ή περισσότερους συνδέσμους (contact points) σε κάθε Κ-Μ προερχόμενους από διαφορετικές αρχές. Το δίκτυο έχει το έργο της διευκόλυνσης της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των μελών.
Mέσω του Άτλαντα είναι δυνατή η πρόσβαση με τρόπο απλό σε συγκεκριμένες πληροφορίες, πολύ σημαντικές για τη δικαστική συνεργασία σε Αστικές υποθέσεις.
( βλ. περισσότερα στην ιστοσελίδα )
Η ίδια η Eurojust δημιουργήθηκε με μια Απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2002, ως ένας οργανισμός της ΕΕ με νομική προσωπικότητα. Η Eurojust είναι ο πρώτος μόνιμος οργανισμός που συστήθηκε για τη δικαστική συνεργασία μέσα στην Ευρωπαϊκή «νομική περιοχή» και χρηματοδοτείται από το γενικό προϋπολογισμό της ΕΕ και ελέγχεται από ένα ανεξάρτητο Κοινό Εποπτικό Όργανο, που πιστοποιεί ότι η επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων γίνεται σε συμφωνία με την Απόφαση για τη Eurojust. Aπαρτίζεται από ένα εθνικό μέλος το οποίο αποσπάται από κάθε κράτος μέλος, σύμφωνα με την έννομη τάξη του, και έχει την ιδιότητα του εισαγγελέα, του δικαστή ή του αξιωματικού της αστυνομίας με ισοδύναμες προνομίες. Η Eurojust παρακινεί και βελτιώνει το συντονισμό των ερευνών και των διώξεων μεταξύ των αρμοδίων αρχών στα K-Μ και βελτιώνει τη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών των Κ-Μ, ιδιαίτερα με το να διευκολύνει την εκτέλεση διεθνών αιτημάτων αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και την εκτέλεση αιτημάτων έκδοσης. Υποστηρίζει με κάθε δυνατό τρόπο τις αρμόδιες αρχές των Κ-Μ, με στόχο να καταστήσουν τις έρευνες και τις διώξεις τους πιο αποτελεσματικές όταν αντιμετωπίζουν διασυνοριακό έγκλημα.
Η Eurojust είναι ένας οργανισμός δικαστικής συνεργασίας που δημιουργήθηκε για να βοηθήσει στην παροχή ενός υψηλού επιπέδου ασφαλείας μέσα σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.
Συστήθηκε ως αποτέλεσμα μιας απόφασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Τάμπερε (στις 15 με 16 Οκτωβρίου 1999) με στόχο να βελτιώσει τον αγώνα ενάντια στο σοβαρό έγκλημα, μέσω της διευκόλυνσης του συντονισμού της δράσης για έρευνες και διώξεις που αφορούν περισσότερα από ένα Κράτη-Μέλη, με πλήρη σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες.
Η αρμοδιότητα της Eurojust καλύπτει τις ίδιες μορφές εγκλήματος και αδικημάτων για τα οποία έχει αρμοδιότητα η Europol, όπως η τρομοκρατία, η διακίνηση ναρκωτικών, η εμπορία ανθρώπων, η παραχάραξη, το «ξέπλυμα» βρώμικου χρήματος, το έγκλημα με υπολογιστή, τα εγκλήματα κατά της περιουσίας ή των δημοσίων αγαθών συμπεριλαμβανομένης της απάτης και της διαφθοράς, ποινικά αδικήματα που πλήττουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, το έγκλημα σε βάρος του περιβάλλοντος και η συμμετοχή σε εγκληματικές οργανώσεις. Επίσης, δύναται να προσφέρει τη συνδρομή της για έρευνες και διώξεις που αφορούν και άλλους τύπους αδικημάτων, κατόπιν αιτήματος ενός Κ-Μ.
Η Στρατηγική και το Σχέδιο Δράσης αναγνωρίζουν ότι οι τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στη βελτίωση του τρόπου λειτουργίας των συστημάτων απονομής δικαιοσύνης, δεδομένου ότι είναι ικανές να διευκολύνουν την καθημερινή πρακτική των επαγγελματιών του νομικού χώρου και να προαγάγουν τη συνεργασία μεταξύ νομικών αρχών. Κατά το διάστημα 2019-2023, οι εργασίες για την ηλεκτρονική δικαιοσύνη θα έχουν τρεις βασικούς στόχους: Η Διαδικτυακή πύλη για την Ευρωπαϊκή Ηλεκτρονική Δικαιοσύνη συνιστά μια ηλεκτρονική πλατφόρμα διαχειριζόμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία περιλαμβάνει πληροφορίες σε όλες τις επίσημες γλώσσες της ΕΕ για την πρόσβαση στη Δικαιοσύνη σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο συγκεκριμένος δικτυακός τόπος απευθύνεται στους πολίτες, τις επιχειρήσεις, αλλά και το νομικό κόσμο, περιέχει πληροφορίες για τη νομοθεσία και τη δικαιοσύνη τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο, και τα μέσα για την εφαρμογή τους. Οι πολίτες μπορούν να βρουν απαντήσεις για τον τρόπο λειτουργίας των νομικών συστημάτων των 28 Κ-Μ. Μπορούν να βρίσκουν γρήγορα απαντήσεις για την αντιμετώπιση καταστάσεων της καθημερινής ζωής. Μπορούν να εξεύρουν κάποιον επαγγελματία του νομικού χώρου σε άλλη χώρα, να πληροφορηθούν πώς μπορούν να αποφύγουν δαπανηρές διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίων χάρη στην προσφυγή σε διαμεσολάβηση, πού πρέπει να ασκήσουν αγωγή, ποιου κράτους μέλους το δίκαιο εφαρμόζεται σε μια συγκεκριμένη υπόθεση και κατά πόσον δικαιούνται νομική συνδρομή. Οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι και οι δικαστές μπορούν να ανατρέχουν σε νομικές βάσεις δεδομένων, να επικοινωνούν με συναδέλφους τους μέσω δικαστικών δικτύων και να βρίσκουν πληροφορίες σχετικά με την κατάρτιση των δικαστικών λειτουργών. Οι επιχειρήσεις θα βρίσκουν συνδέσμους προς μητρώα αφερεγγυότητας και κτηματολόγια, καθώς και πληροφορίες για το εφαρμοστέο δίκαιο και τις διασυνοριακές διαδικασίες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεργάζεται στενά με τα κράτη μέλη για τον σταδιακό εμπλουτισμό του περιεχομένου της πύλης και την ανάπτυξη νέων εφαρμογών της λειτουργίας της. Τα επόμενα χρόνια, θα προστεθούν σε αυτή νέες πληροφορίες, εργαλεία και λειτουργίες. Η δικτυακή πύλη θα υποστεί στο μέλλον επικαιροποιήσεις οι οποίες επιπλέον θα αυξάνουν την αποτελεσματικότητα των εργαλείων της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης, παρέχοντας στους πολίτες τη δυνατότητα να εγείρουν ηλεκτρονικά διασυνοριακή απαίτηση από μικροδιαφορά ή να κινούν τη διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής. Οι επιχειρήσεις θα αποκομίζουν οφέλη από τη μείωση της δαπάνης που θα προκύψει από την καθιέρωση απλούστερων, πιο ορθολογικών επιγραμμικών νομικών διαδικασιών από τη στιγμή που θα έχουν πρόσβαση μέσω της πύλης σε μητρώα αφερεγγυότητας, μητρώα επιχειρήσεων και κτηματολόγια. Τα δικαστήρια θα μπορούν να διεκπεραιώνουν διασυνοριακές αιτήσεις σε απευθείας σύνδεση και να επικοινωνούν με τους ενάγοντες και τους εναγομένους σε μια συγκεκριμένη υπόθεση, καθώς επίσης με τα δικαστήρια σε άλλα κράτη μέλη (βλ. περισσότερα στην ιστοσελίδα).
Τον Δεκέμβριο 2018 εγκρίθηκαν σε πολιτικό επίπεδο από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η νέα Στρατηγική για την ευρωπαϊκή ηλεκτρονική δικαιοσύνη 2019-2023 και το νέο πολυετές Σχέδιο δράσης για την Ευρωπαϊκή Ηλεκτρονική Δικαιοσύνη για την ίδια χρονική περίοδο. Η στρατηγική και το σχέδιο δράσης καθορίζουν τις προτεραιότητες στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ηλεκτρονικής δικαιοσύνης και περιλαμβάνουν τον κατάλογο των έργων που προορίζονται για εφαρμογή κατά την προσδιορισμένη περίοδο, με ενδεικτικό χρονοδιάγραμμα, όπου αυτό είναι δυνατόν, προκειμένου να υπάρξει και η σχετική δυνατότητα παρακολούθησης της προόδου από την ομάδα εργασίας για το ηλεκτρονικό δίκαιο, ηλεκτρονική δικαιοσύνη (e-law, e-Justice).
Η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει την προσχώρηση της ΕΕ, ως Ένωσης, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Προσφέρει τη νομική βάση για μια τέτοια προσχώρηση, η οποία εφεξής διευκολύνεται χάρη στη νέα, ενιαία νομική προσωπικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προσχώρηση αυτή θα επιτρέψει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου να ελέγχει τη συμμόρφωση των πράξεων της Ένωσης με την ΕΣΔΑ. Αυτό θα συμβάλει επίσης στην ενίσχυση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων στο εσωτερικό της Ένωσης.
Ιούλιος –Δεκέμβριος
2020
Κροατία
Γερμανία
2021
Πορτογαλία
Σλοβενία
2022
Γαλλία
Τσεχία
2023
Σουηδία
Ισπανία
2024
Βέλγιο
Ουγγαρία
2025
Πολωνία
Δανία
2026
Κύπρος
Ιρλανδία
2027
Λιθουανία
Ελλάδα
2028
Ιταλία
Λετονία
2029
Λουξεμβούργο
Ολλανδία
2030
Σλοβακία
Μάλτα
Rue Jacques de Lalaing 19-21
1040 Bruxelles
Τηλ.: +32 255.156.11
Φαξ: +32 255.156.51
e-mail: mea.bruxelles@rp-grece.be
Maanweg 174
2516 AB The Hague
The Netherlands
Τηλ.: + 31 70.412.5000
Φαξ: + 31 70.412.5005
e-mail: info@eurojust.europa.eu
Τμήμα Ευρωπαϊκής Ένωσης και Διεθνών Οργανισμών
Τηλ. 213-130.70.25 / 213-130.74.88
Φαξ: 213-130.74.78